Sunday, March 4, 2007

ΤΟ ΞΟΡΚΙ ΤΗΣ ΠΡΕΣΑΣ

ΤΟ ΞΟΡΚΙ ΤΗΣ ΠΡΕΣΑΣ

Είναι αρχές Δεκέμβρη, έχω μόλις χωρίσει, είμαι άνεργη, και σ’ ένα μήνα γίνομαι σαράντα. Γυρνάω σπίτι μετά από ένα ακόμα επεισοδιακό, κυριακάτικο, οικογενειακό γεύμα, όπου φυσικά το κεντρικό θέμα του τραπεζιού ήταν η αφεντιά μου και το χάλι της. Ονειρεύομαι μόνο το κρεβάτι και το παπλωματάκι μου. Να χωθώ, να κουκουλωθώ και να τα ξεχάσω όλα.

Η απόσταση από το πατρικό στο σπίτι μου είναι-δεν είναι δέκα λεπτά με τα πόδια. Περπατάω γρήγορα αλλά μου είναι αδύνατο να προχωρήσω σε μιάν ευθεία. Αλλάζω συνέχεια πεζοδρόμιο και κάνω σλάλομ ανάμεσα από σκάμματα, μηχανάκια, σκουπίδια, πατημένα σκατά σκύλων και αμάξια-οδοφράγματα.

.

Στο δρόμο μόνο ξένοι. Μαύροι, κούρδοι, αλβανοί, ρουμάνοι. Ξενιτεμένη κι εγώ στην ίδια μου τη γειτονιά. Σα να με κοιτάνε όλοι με μισό μάτι, μια παρείσακτη στη δικιά τους πόλη. Στρίβοντας στον πεζόδρομο του σπιτιού μου αποφεύγω στο φτερό την ιπτάμενη μπάλα που σκαει με δύναμη στο αμάξι που κλείνει την είσοδό του.

«Γαμώ την τρέλα μου γαμώ, πόσες φορές έχουμε πει ότι εδώ δεν είναι γήπεδο ρε κωλόπαιδα;» βρυχώμαι πιάνοντας στον αέρα τη μπάλα που κάνει γκελ αφού άφησε μια καθόλου ευκαταφρόνητη γούβα στο καπό του παράνομα παρκαρισμένου αμαξιού.

«Φέρε μου εδώ τη μπάλα, θα τους εξηγήσω εγώ, τώρα» πλησιάζει ο φίλος μου ο Μάικ από τη μονοκατοικία απέναντι, κραδαίνοντας ένα κουζινομάχαιρο.

Τα «κωλόπαιδα» άφωνα κοιτάνε μια εκείνον μια εμένα.

«Τους είχα προειδοποιήσει αγάπη μου, την επόμενη φορά που θα επαναληφθεί, η μπάλα κατάσχεται και εκτελείται έπ’αυτοφόρω. Έχω πιο σοβαρούς λόγους για να με πάνε δεμένο στου Σινούρη!» ορμάει ο Μάικ και πριν προλάβω ν’ αντιδράσω ακούγεται το σκάσιμο της μπάλας συνοδευμένο από τις θρηνητικές ιαχές των μούλτι-εθνικ πιτσιρικάδων.

«Μάικ αυτό με ξεπερνάει, βγάλτα πέρα μόνος σου, δε μπορώ. Πάω να ξαπλώσω. Χάλια τα νεύρα μου, χάλια» μουρμουράω ξέπνοα και προχωράω προς την είσοδο του σπιτιού μου, αφήνοντάς τον περικυκλωμένο από τους αλαλάζοντες λιλιπούτειους εχθρούς μας.

Τα σκαλιά είναι γεμάτα γαριδάκια και πατημένα τσιπς, παρέα με το περιτύλιγμά τους σε μορφή κομφετί. Καθώς προσπαθώ να κάνω λίγο χώρο να πατήσω για να γυρίσω το κλειδί της εξώπορτας που έχει σφηνώσει, η πόρτα ανοίγει έξαφνα παρασέρνοντάς με προς τα μέσα. Γλιστράω στα υπολείμματα απ΄ τα πατατάκια και προσγειώνομαι φαρδιά-πλατιά μπροστά στον ημίτρελο, ογδοντακοντούτη ιδιοκτήτη του 2ου που με κοιτάει αποσβολωμένος.

«Είστε καλά δεσποινίς Άννα;» με ρωτάει με το μελείχιο, ψυχανώμαλο ύφος του χωρίς να κουνηθεί ρούπι από τη θέση του. Και την ώρα που σηκώνομαι παραζαλισμένη προσθέτει, όπως πάντα αθώα, τη φαρμακερή μπηχτή του «Θα αναγκαστώ να σας επιστήσω δια μίαν ακόμη φοράν την προσοχή σας στην ορθή χρήση της θυρός του ανελκυστήρος. Παρακαλώ όπως ενημερώνετε τους επισκέπτας σας δια την ιδιομορφίαν της καθότι μένει ημιανοικτή μόνον στον όροφό σας και γνωρίζετε πως...»

«Να αλλάξετε τις πόρτες στο γκαντεμοασανσέρ σας λοιπόν και να πάψετε να χώνετε τη μύτη σας στο ποιος μπαινοβγαίνει σπίτι μου» σφυρίζω σα θανατηφόρα οχιά μέσα απ’ τα δόντια μου και ορμώντας μ’ ένα σάλτο στο πλατύσκαλο, μπουκάρω σφαίρα στο ασανσέρ.

Φτάνω στον 3ο και οι φόβοι μου επιβεβαιώνονται. Με υποδέχεται η γνωστή, κολλώδης αιθαλομίχλη από τα σάπια (sic) τηγανητά ψάρια που αποτελούν την αγαπημένη σπεσιαλιτέ των μαύρων του ισογείου τις Κυριακές και σχόλες και η οποία έχει τη μαγική ιδιότητα να συγχρωτίζεται στους πάνω ορόφους του κτιρίου. Ξεκλειδώνω αστραπιαία την πόρτα και μπαίνω σπίτι σαν κυνηγημένη.

Βγάζω μπουφάν και μπότες, η γάτα μου με βλέπει κι αλλάζει δρόμο, περνάω απ’ το μπάνιο και πλένω τα χέρια μου. Ούτε λόγος για νήμα και βουρτσάκι κι ας μου πέσουν όλα μου τα δόντια, όπως με απειλεί ο Νίκος.

Ανοίγω την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Είχα αφήσει τη μπαλκονόπορτα ανοιχτή για ν’ αεριστεί το δωμάτιο και μια ανέλπιστη φρεσκάδα κυριαρχεί. Πετάω τα ρούχα στην πολυθρόνα κι επιτέλους πραγματοποιώ το πολυπόθητο μακροβούτι στο κρεβάτι και τυλίγομαι στο αγαπημένο μου πάπλωμα από την κορφή μέχρι τα νύχια.

Τι ευδαιμονία είναι αυτή!

Κλείνω τα μάτια και κάνω βαθιές εισπνοές-εκπνοές προσπαθώντας να διώξω όλες τις πρόσφατες εφιαλτικές στιγμές και όσες μαύρες σκέψεις με στοιχειώνουν. Ξου η ζούγκλα της Αθήνας, ξου οι γιορτές, ξού οι κάρτες που χρωστάω κι ο λογαριασμός στην τράπεζα που πιάνει πάτο, ξου κι ο Τάκης που μου’ κανε 3 χρόνια μαύρη τη ζωή. Ξου, ξου, ξου... ξου...

...Είμαι δίπλα σε μια λίμνη, μόλις έχει βρέξει, όλα μοσχομυρίζουν κι έχει βγάλει ήλιο. Κάθομαι σ’ έναν κήπο γεμάτο λουλούδια και δένδρα, με τραπέζια και καρέκλες κάτω από ένα υπόστεγο... είναι σπίτι ή μαγαζί; Τα πουλιά κελαηδάνε, έντομα ζουζουνίζουν, τι ήρεμα, τι όμορφα που είναι! Κάποιον μάλλον περιμένω και πίνω τσάι με γάλα και ζάχαρη και μυρωδικά σαν αυτό που έπινα στην Ινδία αλλά δεν είμαι στην Ινδία... Που είμαι; Κάτι σα να ακούγεται στο βάθος. Ένας ήχος... ρυθμικός; Έχει μύλο κάπου εδώ κοντά, ένας μεταλλικός περιοδικός ήχος... Μα τι είναι; ...Πλησιάζει;

Ανοίγω τα μάτια. Είμαι στο κρεβάτι μου κι από κάπου ακούγεται ένας γαμημένος, επαναλαμβανόμενος ήχος που εισέβαλε και μου διέλυσε το υπέροχο όνειρο. Ανακάθομαι. Έχει νυχτώσει. Το ρολόι δείχνει 17.10. Παίρνω ένα βιβλίο που έχω αρχίσει εδώ και δυο μέρες για να ξεγελάσω την προσοχή μου με κάτι άλλο πέρα απ’ τον καταραμένο ήχο. Αδύνατον! Προσπαθώ να καταλάβω από που κι από τι μπορεί να προέρχεται. Είναι σίγουρα μεταλλικός αλλά δεν έχει τη ρυθμικότητα και τη συχνότητα ενός μηχανικού ήχου. Υπάρχει η ασυμμετρία της ανθρώπινης παρεμβολής.

Αρχίζω να παρανοώ και παίρνω τηλέφωνο την κολλητή μου για συμπαράσταση. «Η κλήση σας προωθείται». Εμ βέβαια, κοτζάμ ερωτευμένη γυναίκα, αγκαλιά με τον νεόκοπο αγαπημένο της, τι να την κάνει την κλήση μας;

Φοράω μια φόρμα, παίρνω τα κιάλια, σβήνω το φως και βγαίνω στο μπαλκόνι. Ο ακάλυπτος όπου δίνει το μπαλκόνι της κρεβατοκάμαρας ορίζεται από τις πίσω προσόψεις των πολυκατοικιών τεσσάρων δρόμων. Ένα παραλληλόγραμμο αποτελούμενο από εκατοντάδες διαμερίσματα. Το σταυροδρόμι του χάους! Η απόλυτη ανωνυμία προστατευμένη από ατελείωτους τόνους μπετόν. Εστιάζω το βλέμμα μου στα φωτεινά σημεία. Πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά. Δεν κουνιέται φύλλο κι όμως αυτός ο ίδιος ήχος συνεχίζεται. Ασύμμετρα περιοδικός, εμφανίζεται ξανά εκεί που νομίζω ότι χάνεται.

Βάζω τα κιάλια. Μου παίρνει κανένα πεντάλεπτο να τα ρυθμίσω. Σαρώνω σχολαστικά τα πάντα σε κάθε μήκος και πλάτος. Πρώτη η διεφθαρμένα οξεία ακοή μου όμως προσανατολίζεται κάπου στα χαμηλά. Μέσα από κάτι ισχνά δέντρα εντοπίζω μια μεγάλη φωτεινή εστία στο βάθος του ακάλυπτου. Είναι η βεράντα, σαν αυλή σχεδόν ενός διαμερίσματος 1ου η 2ου ορόφου από τις απέναντι πολυκατοικίες.

Τέντες, πλαστικά προστατευτικά πλαϊνά, φυτά, πλαστικές πολυθρόνες και τραπέζια.. Απλώστρες και σκοινιά με απλωμένα ρούχα, γυναικεία, ανδρικά, παιδικά. Και ω του θαύματος, κοντά στη τζαμόπορτα στο βάθος της βεράντας κάτι κινείται στο μικρό αυτό αυθαίρετο αστικό βασίλειο. Αργά αλλά σταθερά ο ήχος και η εικόνα συντονίζονται και μέσα από το κενό της τέντας και των ξερόκλαδων, η οπτασία μιας ακέφαλης γυναίκας που σιδερώνει ψυχαναγκαστικά την ατελείωτη μπουγάδα της με μια πρέσα, Κυριακή, πεντέμισι η ώρα το απόγεμα σ’ έναν κοινόχρηστο, ακάλυπτο χώρο παίρνει σάρκα και οστά. Η πληροφορία φτάνει στον εγκέφαλό μου, αυτός όμως παθαίνει μπλακ-αουτ και δε μπορεί να την επεξεργαστεί. Αρνείται. Σα να χτυπήθηκε ο σκληρός.

Μπαίνω μέσα κεραυνοβολημένη. Ανάβω το φως, αφήνω τα κιάλια κάθομαι στο κρεβάτι και προσπαθώ να διαλογιστώ καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο. Ας της έρθει βαγγελίστρα μου η θεία φώτιση να σταματήσει την πρέσα. Ας την φωνάξει ο άντρας της να δει κάτι στην τηλεόραση, ας κόψει το παιδί της το δάχτυλό του να πάει να του βάλει οξυζενέ και ιώδιο, ας της καεί το ψητό στο φούρνο να πάει να το σώσει. Ας την πιάσει έστω ένα τσιρλιό να πάει στην τουαλέτα.

Όχι. Όλες οι ικεσίες μου πάνε στο βρόντο και η καταραμένη πρέσα συνεχίζει να μου κουρελιάζει και τους τελευταίους νευρώνες που μου έχουν απομείνει.

Δεν έχω άλλη λύση. Ή ταν ή επί τας. Και επειδή οι ηρωικές εποχές έχουν περάσει κι η καταγωγή μου είναι απ’ τη Ρούμελη κι όχι απ’ τη Σπάρτη, η λύση είναι μία: κλεφτοπόλεμος.

Στην ιδέα και μόνο αναθαρρεύω ασκαρδαμυκτί και ορμάω στην κουζίνα για πολεμοφόδια. Ψάχνω για ληγμένα. Κάπου ήταν μια γλυκόξινη που πρέπει να έχει επιζήσει τουλάχιστον δυο μετακομίσεων. Να τη. Κοιτάω το μπουκάλι, λήξη 13/05/2001. Ότι πρέπει!

Γυρνάω στην κρεβατοκάμαρα, σβήνω το φως και βγαίνω στο μπαλκόνι. Η μελωδία της δυστυχίας συνεχίζεται κανονικά. Κοιτάω γύρω-γύρω να βεβαιωθώ πως δε θα υπάρξουν κακεντρεχείς μάρτυρες, πλησιάζω στην ευθεία του στόχου και ζυγίζω το μπουκάλι στο χέρι μου. Ποτέ δεν υπήρξα καλή στο σημάδι, μόνο κατά λάθος ή όταν δεν έπρεπε πετύχαινα συνήθως το στόχο μου. Ένα, δύο, τρία και το μπουκάλι εκσφενδονίζεται στην τέντα της ακατονόμαστης, ξεσηκώνει όλα τα ξερά φύλλα που’ χουν σωριαστεί, κάνει γκελ και σκαει στο βάθος του ακάλυπτου. Σαματάς κανονικός δηλαδή, όχι αστεία. Με την καρδιά να παίζει ταμπούρλο και το σφυγμό παλαμάκια στ’ αυτιά χώνομαι πίσω στην κρεβατοκάμαρα και περιμένω εναγωνίως την αντίδραση του εχθρού. Σιωπή.

Ξανά σιωπή. Είναι σαφές ότι δεν ελέγχω την κατάσταση. Τι διάολο γίνεται; Κι εκεί που πάω να ξεμυτίσω γιατί μ’ έχει φαει η περιέργεια... Ξαναρχίζει η πρέσα!!!

Θέλω να βάλω τα κλάματα απ’ τη λύσσα μου, ν’ αρχίσω να ουρλιάζω, να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο μέχρι να τον γκρεμίσω, να θυσιάσω τη γάτα μου στο Μανιτού και να χορέψω το χορό του πολέμου, να πουλήσω τη ψυχή μου στο διάολο για να με κάνει γεράκι της ερήμου, θέλω...

Μαζεύω τα κομματάκια μου και ξαναγυρνάω στην κουζίνα. Ο καλός παίκτης πρέπει πρώτα απ’ όλα να ξέρει να χάνει. Μακαρόνια, μαυρομάτικα, μια αιωνόβια κονσέρβα με γάλα καρύδας. Αηδίες. Σιρόπι σφενδάμου; Το μπουκάλι έχει το κατάλληλο μέγεθος και βάρος. Ημερομηνία λήξεως σωστή, το υγρό παχύρρευστο, καφετί και τι στο καλό, σιρόπι είναι αυτό, θα κολλάει κιόλας. Τώρα θα σου πω εγώ πότε θα ξαναπιάσεις πρέσα στα χέρια σου μαντάμ!

Αυτήν τη φορά τέρμα τ’ αστεία. Και αστέρι στο σημάδι είμαι και την ευχή της μάνας μου έχω και το δίκιο με το μέρος μου είναι και πίσω και σας έφαγα! Ένα, δύο, τρία και ναι, ναι, ναι είναι τρίποντο αγαπητοί ακροατές! Ταμπλό στην τέντα ξυστά και μέσα καλάθι στη βεράντα και τα υπόλοιπα έξω κι έγινε ο τόπος γης μαδιάμ κι η μπουγάδα πάει ξανά για πλύσιμο. Θαυμάζω το κατόρθωμά μου για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και σπεύδω να τρυπώσω στο δωμάτιο γιατί αυτή τη φορά ξέρω ότι επίκειται θύελλα πολλών μποφόρ.

Και ωιμέ, πριν προλάβω να πάρω θέση δίπλα στη μπαλκονόπορτα να χαρώ κι εγώ το έργο σαν άνθρωπος, σκαει η πρώτη ατάκα της μαντάμ:

«Ποιος πούστης πέταξε τον καφέ να του γαμήσω το μουνί που τον πέταγε;»

Οποία λεπτότης. Καλά, που είναι τα σεπτά ήθη και έθιμα της αθάνατης ελληνικής φυλής;

«Ποιος να το κάνει; Η Κατερίνα είναι από πάνω, οι άλλοι λείπουνε, αυτή η ξεκωλιάρα η αλβανίδα από τον 3ο το’ κανε. Τα βάλαμε και σπίτι μας τα βρομόσκυλα και να τώρα.»

Να τα μας, να τα μας. Έλεγα κι εγώ.

«Να πας να της χτυπήσεις την πόρτα τώρα Δημήτρη, τώραααααααα»

Α πα πα, ούτε αυτηνής τα νεύρα είναι σε καλή κατάσταση. Χάλια, χάλια!

«Μην πατάς Μαρία, χριστέ μου, τι σου είπα είναι όλο γυαλιά, μπες μέσα γρήγορα θα σε τσακίσω»

Έτσι μπράβο, να έρθουμε στα ίσα μας, πατρίς, οικογένεια, θρησκεία.

«Δεν είναι καφές ρε Μαρία, λικέρ είναι παιδί μου, πως το λένε καλούα; Αφού κολλάει ο τόπος σου λεω»

Γάτα η δικιά σου. Μέσα σ’ όλα η μαντάμ, τι σου είναι αυτός ο πρωινός καφές!

«Δεν απαντάει ε; Καλά, θα της δείξω όμως εγώ της παλιοπουτάνας, τα φυλάω εγώ τα γυαλιά και θα τα πάω για αποτυπώματα, δουλεύει ο κουμπάρος της Λίτσας εκεί, θα του τα δώσω, να δω τι θα πει μετά; ποιος θα γελάσει τελευταίος»

Τύφλα να’ χει ο Ευαγγελάτος, τέτοιο αστυνομικό δαιμόνιο...

«Δε μιλάει κανείς σας ε; Ε βέβαια δεν έχει κανείς αρχίδια εδώ πέρα, όλοι αδερφές είσαστε παλιοπούστηδες»

Εντάξει, τώρα καλύφθηκα.

Κλείνω ανακουφισμένη την μπαλκονόπορτα και αυθόρμητα χωρίς να το καταλάβω πιάνω τον εαυτό μου να σιγοτραγουδάει το «Αλληλούια».